- επίρρευμα
- το физ. ток от самоиндукции
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επίρρευμα — το (ηλεκτρ.) ηλεκτρικό ρεύμα που παράγεται μέσα σ’ έναν αγωγό που διαρρέεται από άλλο αρχικό ρεύμα όταν ανοίγουμε ή κλείνουμε το κύκλωμα τού αγωγού (οφείλεται στο φαινόμενο τής επαγωγής και εκδηλώνεται με τόξα ή σπινθήρες) … Dictionary of Greek